- εὐθαλπέος
- εὐθαλπήςwarming wellmasc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθαλπής — εὐθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνει ευχάριστα («θέρους εὐθαλπέος ὥρῃ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θαλπής (< θάλπω)] … Dictionary of Greek